ἀμφιλέγω

ἀμφιλέγω
ἀμφιλέγω, [dialect] Dor. [pref] ἀμφιλλ-,
A dispute about, τι X.An. 1.5.11;

χώρας ἇς ἀμφέλλεγον IG4.926

(Epid.):—[voice] Pass.,

τὰ ἀμφιλλεγόμενα GDI5149

(Cret.).
2 foll. by μή . . , dispute, question that a thing is, X.Ap. 12: abs., dispute,

αἴ κ' ἀμφιλλέγωντι τοὶ ταγοί GDI2561

A42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφιλέγω — ἀμφιλέγω (Α) 1. φιλονικώ, λογομαχώ 2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λέγω. ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιλέξει — ἀμφιλέγω dispute about aor subj act 3rd sg (epic) ἀμφιλέγω dispute about fut ind mid 2nd sg ἀμφιλέγω dispute about fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιλεξάντων — ἀμφιλέγω dispute about aor part act masc/neut gen pl ἀμφιλέγω dispute about aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιλέξαντες — ἀμφιλέγω dispute about aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίλλεξε — ἀμφιλέγω dispute about aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφίλεκτος — η, ο (Α ἀμφίλεκτος, ον) [ἀμφιλέγω] 1. αντιλεγόμενος αμφισβητούμενος, αμφίβολος 2. αυτός που προκαλεί φιλονικίες 3. διπλός …   Dictionary of Greek

  • αμφίλογος — η, ο (Α ἀμφίλογος, ον) 1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος 2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιλέγω. ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ. μσν. ἀμφιλογοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • αμφιλεγόμενα — τα (Α ἀμφιλεγόμενα) [ἀμφιλέγω] τα αμφισβητούμενα …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”